Piracy: Κατά καιρούς έχουμε δει την παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων να συγχέεται με τους όρους “πειρατεία” αλλά και “κλοπή”.
Γιατί; Ρωτήστε τους κατόχους των πνευματικών δικαιωμάτων που κυκλοφόρησαν καμπάνιες που εξισώνουν τους παραπάνω όρους.
Η πειρατεία (Piracy), για να μην ξεχάσουμε και τα Ελληνικά μας, παραπέμπει σε κάποια ληστεία σε ανοιχτή θάλασσα, αλλά χρησιμοποιείται συχνά και σαν συνώνυμο πράξεων παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων.
Τα νομοσχέδια SOPA (Stop Online Piracy Act) και PIPA (Protect Intellectual Property Act) για όσους θυμούνται, στόχευαν στην καταπολέμηση της online πειρατείας σε ιστοσελίδες που έχουν έδρα εκτός των ΗΠΑ.
Ουσιαστικά τα δύο νομοσχέδια έδιναν τη δυνατότητα στους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων να ζητούν καταδικαστικές αποφάσεις για ιστοσελίδες που παραβιάζουν ή και που απλά διευκολύνουν την παράβαση του νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων.
Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης (και όχι μόνο, όπως είδαμε πρόσφατα) μπορεί να ζητά δικαστικές αποφάσεις που δεσμεύουν τις μηχανές αναζήτησης αλλά και τους παρόχους υπηρεσιών internet (ISP) να μπλοκάρουν κάθε σελίδες που κατηγορούνται για παραβιάσεις του νόμου.
Τα νομοσχέδια που αναφέρουμε παραπάνω δίνουν κάθε δικαίωμα στους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων να ζητήσουν δικαστική εντολή για την διακοπή κάθε διαφημιστικής δραστηριότητας στις ιστοσελίδες που παραβιάζουν το νόμο.
Δεν θα αναφερθούμε στα παραπάνω. Θα δούμε όμως αναλυτικότερα την χρήση του όρου “κλοπή” ή του όρου “πειρατεία” που σαφώς είναι υπερβολικοί. Ο όρος κλοπή αλλά και ο όρος πειρατεία δίνει έμφαση στην ενδεχόμενη εμπορική ζημία της κάθε παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων. Όμως όλες οι περιπτώσεις παραβιάσεων, δεν σημαίνουν απαραίτητα εμπορική ζημία.
Ας μιλήσουμε για τον όρο Πειρατεία:
Ο χαρακτηρισμός Πειρατεία για την περιγραφή κάθε παραβίασης αποκλειστικών δικαιωμάτων ξεκίνησε πριν θεσμοθετηθεί η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας νομικά.
Σύμφωνα με το Wikipedia πριν τον πρώτο νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας της Βασίλισσας Άννας της Αγγλίας (1709 – 1710), η Σεβαστή Ένωση Χαρτοπωλών και Εφημεριδοπωλών του Λονδίνου είχε λάβει, το 1557, ένα Βασιλικό Προνόμιο (Χάρτη) που της παραχωρούσε το μονοπώλιο της έκδοσης αλλά και την ευθύνη της επιβολής του χάρτη αυτού. Οι παραβαίνοντες τον χάρτη ονομάζονταν πειρατές ήδη από το 1603, ενώ ο όρος “πειρατεία” χρησιμοποιόταν από τότε αντί της μη εξουσιοδοτημένης αντιγραφής, διανομής και πώλησης έργων που βρίσκονται υπό πνευματική ιδιοκτησία.[
Το Άρθρο 12 της Συνθήκης της Βέρνης για την Προστασία των Λογοτεχνικών και Καλλιτεχνικών Έργων χρησιμοποιεί τον όρο “πειρατεία” για την παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, δηλώνοντας ότι: “Τα πειρατικά έργα ενδέχεται να κατασχεθούν κατά την εισαγωγή σε εκείνες της χώρες της Ένωσης όπου το αυθεντικό έργο απολαμβάνει νομικής προστασίας.
Το άρθρο 61 της Συμφωνίας για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου, γνωστή ως TRIPs (Agreement on Trade Related Aspects of Intellectual Property Rights) προβλέπει ποινικές διαδικασίες και ποινές σε περιπτώσεις “εμπρόθετης παραποίησης ή πειρατείας πνευματικής ιδιοκτησίας σε εμπορικό επίπεδο”.
Η πειρατεία παραδοσιακά αναφέρεται σε πράξεις παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων που γίνονται με πρόθεση και οικονομικό όφελος, παρότι σήμερα οι κάτοχοι πνευματικής ιδιοκτησίας περιγράφουν την διαδικτυακή παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας σαν “πειρατεία”.
Ο Richard Stallman και το GNU Project έχουν κατακρίνει τη χρήση του όρου “πειρατεία” (piracy) σε αυτές τις περιπτώσεις, αναφέροντας ότι οι εκδότες χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή για να αναφερθούν σε “περιπτώσεις αντιγραφής τις οποίες δεν εγκρίνουν” και ότι “υπονοούν ότι είναι ηθικά ισοδύναμο της επίθεσης πλοίων ανοιχτά της θαλάσσης, της απαγωγής και της δολοφονίας ανθρώπων σε αυτά“.
Τελικά ισχύει ο όρος Κλοπή;
Οι κάτοχοι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας όπως αναφέραμε παραπάνω χρησιμοποιούν συχνά τον όρο “κλοπή” για κάθε παραβίαση.
Ισχύει κάτι τέτοιο; Στη νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας, η παραβίαση δεν αναφέρεται στην κλοπή φυσικών αντικειμένων που ο κλέφτης τα αφαιρεί από την κατοχή του ιδιοκτήτη. Αναφέρεται σε μία περίπτωση κατά την οποία ένα άτομο χρησιμοποιεί τα αποκλειστικά δικαιώματα του κατόχου πνευματικής ιδιοκτησίας χωρίς την έγκριση του.
Παλαιότερα δικαστήρια ανά τον κόσμο έχουν διαφοροποιήσει τις έννοιες. Για παράδειγμα, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, στη δίκη Dowling v United States (1985), αποφάσισε ότι οι παράνομες ηχητικές εγγραφές δεν αποτελούν κλεμμένη περιουσία.
Το δικαστήριο ανέφερε: “η παρεμβολή με τα πνευματικά δικαιώματα δεν εξισώνεται εύκολα με την κλοπή, τον σφετερισμό ή την απάτη”.
Ο Νόμος περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας μάλιστα χρησιμοποιεί μία διαφορετική ορολογία για να προσδιορίσει κάποιον που καταχράται πνευματική ιδιοκτησία και τον αναφέρει απλά σαν: “[…]παραβάτη της πνευματικής ιδιοκτησίας”.
Το δικαστήριο (United States Supreme Court) έκρινε ότι, στην περίπτωση της παραβίασης πνευματικής ιδιοκτησίας, η δικαιοδοσία του κατόχου πνευματικών δικαιωμάτων παραβιάζεται, αλλά δεν ασκείται κανένας έλεγχος, φυσικός ή μη, στην πνευματική ιδιοκτησία, ούτε ο κάτοχος αυτής στερείται εξ ολοκλήρου την χρήση του έργου ή της εξάσκησης των αποκλειστικών του δικαιωμάτων.