Πριν από πολύ καιρό, ένας νεαρός Ιάπωνας αποφάσισε να ανοίξει το δικό του jazz bar. Το bar του πήγε καλά, παρόλο που παρατήρησε ότι μόνο το ένα δέκατο των ανθρώπων που πήγαιναν, επέστρεφαν ξανά. Οι άλλοι εννέα δεν επέστρεφαν ποτέ. Αλλά αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να συντηρήσει την επιχείρησή του, τον ένα στους δέκα.
Σκεπτόμενος αυτή την παρατήρηση έγραψε:
“Δεν είχε σημασία αν στους εννέα στους δέκα δεν άρεσε το bar μου. Αν αυτός ο ένας στους δέκα ήταν επαναλαμβανόμενος πελάτης, αυτό είναι αρκετό και η επιχείρησή μου θα επιβίωνε. Αυτή η συνειδητοποίηση πήρε ένα βάρος από τους ώμους μου. Έπρεπε όμως ακόμα να βεβαιωθώ ότι του άρεσε πραγματικά ο χώρος μου. Και για να βεβαιωθώ, έπρεπε να κάνω ξεκάθαρη τη φιλοσοφία και τη στάση μου και να διατηρήσω υπομονετικά αυτή τη στάση ό,τι κι αν γίνει”.
Επέμεινε στη θέση του και το bar του συγκέντρωσε μια μικρή αλλά αυξανόμενη βάση πιστών πελατών. Όμως καθώς περνούσε ο καιρός, εμφανίστηκε ένα διαφορετικό ζήτημα που τον βασάνιζε:
Ήταν εξαιρετικά εσωστρεφής και λαχταρούσε να μείνει μόνος. Το να λειτουργεί ένα bar τον ανάγκαζε να αντιμετωπίζει κόσμο όλη μέρα κάθε μέρα. Αυτό τον “στέγνωσε”. Κάτι έπρεπε να αλλάξει.
Ξαφνικά του ήρθε η ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα. Άρχισε να το δουλεύει αμέσως. Η γραφή του ήταν ανορθόδοξη και διαφορετική από τις άλλες. Αλλά ήταν αυθεντικός για το ποιος ήταν, και έτσι συνέχισε να γράφει, χρησιμοποιώντας μόνο στυλό και χαρτί.
Όταν έγραψε ένα βιβλίο, το έστειλε σε έναν εκδότη.
Προσέξτε, αυτό ήταν το μόνο αντίτυπο που είχε, οπότε στέλνοντάς το έχασε και το βιβλίο του. Αν δεν άρεσε στον εκδότη, δεν θα έβλεπε ξανά το βιβλίο του. Μετά περίμενε υπομονετικά την απάντησή του. Θυμήθηκε βέβαια ότι δεν έχει μεγάλη σημασία τι σκέφτεται ένας εκδότης, γιατί το μόνο που χρειάζεται είναι ο ένας στους δέκα.
Μήνες αργότερα είχε ξεχάσει το βιβλίο, μέχρι που του τηλεφώνησαν. Ήταν ο εκδότης. Ο συγγραφέας ήταν ο Haruki Murakami.
Μου έκανε εντύπωση Αλλά ήταν αυθεντικός!!!!!