Εισαγγελέας στη Γερμανία απήγγειλε κατηγορίες εναντίον πρώην στελεχών της εταιρείας τεχνολογίας παρακολούθησης FinFisher GmbH, κατηγορώντας τους ότι προμήθευσαν παράνομα στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες spyware που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να παραβιάσουν τηλέφωνα και υπολογιστές.
Σε μια ανακοίνωσή του τη Δευτέρα, ένας εκπρόσωπος της Εισαγγελίας του Μονάχου ανέφερε ότι το γραφείο του διεξήγαγε μια “εκτεταμένη και περίπλοκη” έρευνα στην εταιρεία FinFisher. Τέσσερις από τους διευθύνοντες συμβούλους της εταιρείας είχαν παραβιάσει τους νόμους περί Εξωτερικού Εμπορίου, σύμφωνα με την εισαγγελία.
Η εισαγγελία κατονόμασε τους κατηγορούμενους διευθυντές μόνο ως “G,” “H,” “T” και “D.” οι οποίοι υπέγραψαν μια συμφωνία τον Ιανουάριο του 2015 αξίας 5,4 εκατομμυρίων δολαρίων για να προμηθεύσουν spyware στον Εθνικό Οργανισμό Πληροφοριών της Τουρκίας.
Η συμφωνία όμως δεν έλαβε την απαραίτητη έγκριση εξαγωγής από τις γερμανικές αρχές.
Τα στελέχη της FinFisher όμως προσπάθησαν να μεταφέρουν την τεχνολογία μέσω μιας άλλης εταιρείας που είχαν ιδρύσει στη Βουλγαρία, σύμφωνα με τον εισαγγελέα.
Οι παραβιάσεις των αδειών εξαγωγής στο πλαίσιο του νόμου περί Εξωτερικού Εμπορίου και Πληρωμών της Γερμανίας τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης από τρεις μήνες έως πέντε χρόνια.
Η εισαγγελία επεσήμανε μια συγκεκριμένη διάταξη του ίδιου νόμου που ορίζει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους εάν ένα πρόσωπο διαπιστωθεί ότι ενήργησε για τη μυστική υπηρεσία κάποιας ξένης δύναμης.
Ο εισαγγελέας του Μονάχου άρχισε να ερευνά την FinFisher το καλοκαίρι του 2019, όταν ένας συνασπισμός ομάδων υπεράσπισης κατέθεσε μήνυση κατά της εταιρείας, ισχυριζόμενοι ότι είχε προμηθεύσει spyware στην Τουρκία χωρίς να έχει την απαιτούμενη άδεια από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας.
Το spyware είχε χρησιμοποιηθεί στην Τουρκία για να μολύνει τα τηλέφωνα κυβερνητικών επικριτών, παρακολουθώντας τις κλήσεις, μηνύματα κειμένου, φωτογραφίες και δεδομένα τοποθεσίας, σύμφωνα με μια τεχνική έκθεση που δημοσιεύτηκε από την ομάδα ψηφιακών δικαιωμάτων Access Now.