Παρά το γεγονός ότι το Internet υπάρχει για αρκετό καιρό τώρα, οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες φαίνεται να έχουν δυσκολεύονται να καταλάβουν το πώς λειτουργεί στην πραγματικότητα.
Αυτό έχει γίνει εμφανές πολλές φορές, ξεκινώντας με τη βιομηχανία του θεάματος, που ζήτησε από την Google να αστυνομεύει το Internet και να αφαιρεί συνδέσμους από τα αποτελέσματα αναζήτησης, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούν να τους εξαφανίσουν εντελώς.
Το ίδιο συνέβη όταν οι κυβερνήσεις ζήτησαν από τους δημοσιογράφους να επιστρέψουν ψηφιακά αντίγραφα αρχείων. Το πιο προφανές παράδειγμα συνέβη πριν από λίγους μήνες, όταν οι Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ζήτησαν από τους δημοσιογράφους της Guardian να καταστρέψουν τους σκληρούς τους δίσκους, που περιείχαν τα αρχεία του Snowden.
Αυτό, βέβαια, συνέβη παρά τις προσπάθειες της εφημερίδας να επισημάνει στη βρετανική κυβέρνηση ότι η κίνηση θα είχε νόημα δεδομένου ότι τα αρχεία είναι αποθηκευμένα και κάπου αλλού. Αυτό είναι και το πλεονέκτημα των ψηφιακών εγγράφων – η δυνατότητα να έχουν αμέτρητα αντίτυπα, αποθηκευμένα σε εξίσου αμέτρητες συσκευές, στο σύννεφο, σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και αλλού.
Μετά έρχεται η σειρά της Αυστραλιανής κυβέρνησης να κάνει επίσης κάτι τρελό. Η Asher Wolf, μια δημοσιογράφος από την Αυστραλία που εργάζεται στο τοπικό υποκατάστημα της Guardian κλήθηκε να επιστρέψει εμπιστευτικές πληροφορίες που είχαν ήδη δημοσιευθεί.
Το αίτημα που έλαβε η Wolf απαιτούσε να επιστρέψει πίσω τα αρχεία που χρησιμοποίησε για να γράψει ένα άρθρο με τίτλο “Immigration Department data lapse reveals asylum seekers’ personal details,” το οποίο δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα .
[tweet_embed id=438868474547687425]
Το άρθρο που ανέφερε η αίτηση που απέστειλε η κυβέρνηση βασιζόταν σε ένα έγγραφο που ήταν διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Τμήματος Μετανάστευσης και Προστασίας των Συνόρων και το οποίο περιείχε προσωπικές πληροφορίες σημερινών και πρώην κρατουμένων.
“Οι πληροφορίες που ποτέ δεν προοριζόταν για δημοσίευση, ήταν διαθέσιμες από τους ίδιους. Μόλις κατάλαβαν την ακούσια παραβίαση, η υπηρεσία έλαβε άμεσα μέτρα για την απομάκρυνση του υλικού από την ιστοσελίδα της” αναφέρει η Wolf.
Η κυβέρνηση υπενθύμισε ότι οι δημοσιογράφοι δεν θα πρέπει να περνούν πληροφορίες από “ανέντιμα και αθέμιτα” μέσα, κάτι το οποίο, φυσικά, είναι αρκετά ξεκαρδιστικό θεωρώντας ότι κάθε υλικό που δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο είναι κοινό και, συνεπώς , διαθέσιμο για όλους να το διαβάσουν και να το κατεβάσουν.
Στη συνέχεια, η δημοσιογράφος κλήθηκε να επιστρέψει άμεσα όλα τα αντίγραφα από τις πληροφορίες.
Βέβαια κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο από ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν τίποτα από το πώς λειτουργούν οι υπολογιστές και το Internet.
Από την πλευρά της, η Wolf απάντησε στην κυβέρνηση, επιμένοντας στη θέση της και επισημαίνοντας το προφανές – ότι δηλαδή το αρχείο που χρησιμοποίησε η Guardian ήταν ήδη διαθέσιμο στο κοινό. Η εφημερίδα ακόμη και αν το δημοσίευσε προσπάθησε να προστατεύσει τους ανθρώπους που τα ονόματα τους αναφερόταν στο αρχείο.
Η Wolf έκλεισε την επιστολή της αναφέροντας ότι δεν ξέρει ποιος άλλος κατέβασε το έγγραφο ή είχε πρόσβαση στις πληροφορίες και ότι προφανώς, δεν είχε καμία πρόθεση να δώσει στην υπηρεσία οποιαδήποτε από τις συσκευές αποθήκευσης της.
Το εν λόγω αρχείο από τότε, έχει κατέβει από την κρατική ιστοσελίδα.
Τελικά είναι πολύ σημαντικό να αρχίζουν να μαθαίνουν οι κυβερνήσεις ότι, όταν μία από τις υπηρεσίες τους, δημοσιεύει ένα έγγραφο κατά λάθος, το έγγραφο είναι διαθέσιμο στο κοινό, και ότι τα άτομα που είναι υπεύθυνα για το λάθος θα πρέπει να λογοδοτήσουν, και όχι ο δημοσιογράφος ή οποιοσδήποτε άλλος είχε πρόσβαση στο αρχείο.
Άρθρο της Gabriela Vatu από το softpedia