“Οι ιδιοκτήτες ορισμένων παλαιότερων μοντέλων iPhone αναμένεται να λάβουν περίπου 65 $ έκαστος”, αναφέρει το SiliconValley.com, “όταν ένας δικαστής άνοιξε το δρόμο για πληρωμές σε μια ομαδική αγωγή κατηγορώντας την Apple ότι περιόριζε κρυφά την απόδοση του τηλεφώνου”.
Η εταιρεία από το από το Cupertino συμφώνησε το 2020 να πληρώσει έως και 500 εκατομμύρια δολάρια για να επιλύσει μια αγωγή που ανέφερε ότι διέπραξε “μία από τις μεγαλύτερες απάτες καταναλωτών στην ιστορία” επιβραδύνοντας κρυφά την απόδοση ορισμένων μοντέλων iPhone για την αντιμετώπιση προβλημάτων με μπαταρίες και επεξεργαστές. .
Σύμφωνα με τη μήνυση, που κατατέθηκε το 2018, αναφορές για ανεξήγητους τερματισμούς λειτουργίας του iPhone άρχισαν να εμφανίζονται το 2015 και αυξήθηκαν το φθινόπωρο του 2016.
Οι καταναλωτές παραπονιόταν ότι τα τηλέφωνά τους έκλειναν παρόλο που οι μπαταρίες παρουσίαζαν φόρτιση άνω του 30%, σύμφωνα με την αγωγή . Η μήνυση ανέφερε ότι οι τερματισμοί οφείλονταν σε αναντιστοιχία μεταξύ του hardware των τηλεφώνων, (μπαταρίες και chip επεξεργασίας), και των συνεχώς αυξανόμενων απαιτήσεων της από τις ενημερώσεις του λειτουργικού.
Η Apple προσπάθησε να διορθώσει το πρόβλημα με μια ενημέρωση λειτουργικού, αλλά η ενημέρωση απλώς μείωσε την απόδοση της συσκευής για να μειώσει τον αριθμό των τερματισμών λειτουργίας, σύμφωνα με την μήνυση…
Σε μια κατάθεση του 2019 για την υπόθεση, η Apple υποστήριξε ότι οι μπαταρίες ιόντων λιθίου γίνονται λιγότερο αποτελεσματικές με το χρόνο, την επαναλαμβανόμενη φόρτιση, τις ακραίες θερμοκρασίες και γενικότερα την χρήση. Η ενημέρωση του λογισμικού, υποστήριξε η Apple στην κατάθεση, συνεπάγεται στους όρους χρήσης.
“Η παροχή περισσότερων χαρακτηριστικών εισάγει επίσης πολυπλοκότητα και μπορεί να μειώσει την ταχύτητα και η αύξηση των δυνατοτήτων ή της ταχύτητας μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη διάρκεια ζωής του hardware”, ανέφερε τότε η εταιρεία.
Οι καταναλωτές όμως δεν πήραν καλά τις διακοπές λειτουργίας κάτι που οδήγησε σε μαζικές αγωγές κατά της Apple το 2020 από την Πολιτεία της Καλιφόρνια και τις κομητείες Alameda και Los Angeles. Η Apple, χωρίς να αποδεχτεί ότι υπέπεσα σε κάποιο αδίκημα, τακτοποίησε την υπόθεση με ένα συμβιβασμό της τάξης των 113 εκατομμυρίων δολαρίων.
“Τα τηλέφωνα που συζητήθηκαν στην υπόθεση ήταν οι συσκευές iPhone 6, 6 Plus, 6s, 6s Plus και SE με λειτουργικά συστήματα iOS 10.2.1 ή μεταγενέστερα πριν από τις 21 Δεκεμβρίου 2017 καθώς και τα τηλέφωνα iPhone 7 και 7 Plus με iOS 11.2″.