Η Remington γίνεται ο πρώτος κατασκευαστής όπλων στην Αμερική που λόγω των διαφημίσεων των προϊόντων της σε βίαια βιντεοπαιχνίδια θεωρείται υπεύθυνη για την επίθεση σε δημοτικό σχολείο της Αμερικής με 26 νεκρούς.
Στις 14 Δεκεμβρίου του 2012 ένοπλος εισέβαλε στο δημοτικό σχολείο Σάντι Χουκ, στο Νιουτάουν της πολιτείας Κονέκτικατ των ΗΠΑ, σκότωσε 20 μαθητές και 6 μέλη του διδακτικού προσωπικού και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Το περιστατικό προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον και αναζωπύρωσε στις ΗΠΑ τη συζήτηση για το νομικό καθεστώς της οπλοκατοχής.
Η επίθεση έγινε εκτός από ένα πιστόλι και με με ένα πολεμικό τυφέκιο Bushmaster XM15-E2S της εταιρείας Remington. Λίγο πριν από τη διετή επέτειο της σφαγής, εννέα οικογένειες από τα 26 θύματα της επίθεσης κατέθεσαν ομαδική αγωγή στο Κονέκτικατ εναντίον των Bushmaster και Remington Arms με αιτιολογία ότι οι διαφημίσεις του όπλου σε βίαια βιντεοπαιχνίδια ήταν μία από τις αιτίες της σφαγής και ότι το όπλο θεωρείται επιθετικό και πωλείται κατά παράβαση του νόμου περί προστασίας του νόμιμου εμπορίου όπλων.
Ο νόμος περί προστασίας του νόμιμου εμπορίου όπλων (PLCAA) είναι νόμος των Ηνωμένων Πολιτειών που προστατεύει τους κατασκευαστές και τους εμπόρους πυροβόλων όπλων από το να θεωρηθούν υπεύθυνοι, όταν έχουν διαπραχθεί εγκλήματα με τα προϊόντα τους. Αυτό δεν αποκλείει ελαττωματικά προϊόντα, παραβίαση σύμβασης, εγκληματική συμπεριφορά και άλλες ενέργειες για τις οποίες ευθύνονται άμεσα με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται οποιοσδήποτε κατασκευαστής καταναλωτικών προϊόντων με έδρα τις ΗΠΑ. Μπορεί επίσης να θεωρηθούν υπεύθυνοι όταν έχουν λόγους να γνωρίζουν ότι ένα όπλο προορίζεται για χρήση σε έγκλημα.
Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, οι οικογένειες εννέα θυμάτων της σφαγής στο Δημοτικό Σχολείο Σάντι Χουκ κατέληξαν σε συμφωνία (η πρώτη του είδους της) με την εταιρεία που κατασκεύασε το τουφέκι που χρησιμοποιήθηκε κατά τη μαζική δολοφονία. Η Ρέμινγκτον συμφώνησε να διευθετήσει τις αξιώσεις ευθύνης των οικογενειών τεσσάρων μαθητών και πέντε ενηλίκων που ήταν μεταξύ των 26 ανθρώπων που σκοτώθηκαν το 2012 από τον ένοπλο, τον 20χρονο Άνταμ Λάντζα.
Ο διακανονισμός των 73 εκατομμυρίων δολαρίων, το κείμενο του οποίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ, έρχεται σχεδόν οκτώ χρόνια μετά τη μήνυση των οικογενειών και σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ένας κατασκευαστής όπλων στις Ηνωμένες Πολιτείες κατηγορείται για μαζικό πυροβολισμό.
Σηματοδοτεί επίσης το τέλος μιας παρατεταμένης δικαστικής διαμάχης σχετικά με τον τρόπο εμπορίας πυροβόλων όπλων από τη Remington, που κάποτε ήταν ο κορυφαίος κατασκευαστής τυφεκίων της Αμερικής και ο μεγαλύτερος κατασκευαστής πυρομαχικών στον κόσμο, αλλά που κήρυξε πτώχευση το 2018.
Οι οικογένειες υποστήριξαν στην αγωγή τους το 2014 ότι η Remington διέθετε ανεύθυνα στην αγορά το τουφέκι Bushmaster XM15-E2S, ως όπλο στρατιωτικού τύπου για νεαρούς άνδρες μέσω της τοποθέτησης προϊόντων σε βίαια βιντεοπαιχνίδια. Οι οικογένειες σημείωσαν ότι σκοπός της αγωγής ήταν να αποτραπούν μελλοντικοί μαζικοί πυροβολισμοί.