Ο Covid 19 κατάφερε να αποκαλύψει την υποκρισία αλλά και την αποτελεσματικότητα των εργαλείων που διαθέτουν κυβερνήσεις και επιχειρήσεις για τον έλεγχο της κάθε κίνησής μας. Διάφορες μορφές παρακολούθησης παραβιάζουν το απόρρητό μας εδώ και δεκαετίες, παρά την υιοθέτηση των “ισχυρών νόμων περί απορρήτου” στην Ευρώπη.
Το 2018 αποκτήσαμε τον GDPR σαν μια επιπλέον προστασία στο διαδικτυακό μας απόρρητο. Δύο χρόνια μετά αποδεικνύεται ότι οι νόμοι υπάρχουν μόνο για να αποσπούν την προσοχή μας, και ότι το ατομικό μας απόρρητο πολύ απλά δεν υπάρχει πια.
Όλα άρχισαν να γίνονται λίγο πιο ξεκάθαρα με τους κανονισμούς διατήρησης δεδομένων, που αρχικά εισήχθησαν στην Ευρώπη το 2006 για το “καλό μας.” Οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν την ανάγκη για μια αντιτρομοκρατική προστασία, και κατάφεραν ένα θανατηφόρο πλήγμα στην ιδιωτική ζωή.
Οι κανονισμοί μαζικής επιτήρησης της επικοινωνίας που έβρισκες διάσπαρτους σε ολόκληρη την ΕΕ το 2000 υπήρξαν περισσότερο σε ορισμένες μετα-σοβιετικές χώρες. Οι κανονισμοί όμως αυτοί βρέθηκαν αντισυνταγματικοί, αλλά υπήρχαν καθώς οι αναμνήσεις του τείχους του Βερολίνου ήταν ακόμα ζωντανές.
Η οδηγία για τη διατήρηση δεδομένων της ΕΕ το 2006 όμως άνοιξε την πύλη για διάφορα είδη επιτήρησης, χρηματοοικονομικής παρακολούθησης, λογοκρισίας και περιορισμούς στην ιδιωτική ζωή για περισσότερη προστασία για κάποιο “μεγαλύτερο καλό”.
Το 2014, η Οδηγία Διατήρησης Δεδομένων της ΕΕ καταδικάστηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ανώτατο δικαστικό όργανο της Ευρώπης, επειδή ουσιαστικά ήταν μια τεράστια “μαζική επιτήρηση”.
Η ακύρωση της οδηγίας της ΕΕ δεν ακύρωσε την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζει τους ίδιους κανονισμούς με ελάχιστες παραλλαγές σε επίπεδο χωρών, αν και το Ανώτατο Δικαστήριο χαρακτήρισε αυτούς τους Νόμους “εργαλείο μαζικής παρακολούθησης.” Οι νόμοι αυτοί διατηρούνται ακόμη από την πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ χρόνια μετά την εν λόγω απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Ομοίως, η μαζική συλλογή αποτύπωση δακτυλικών αποτυπωμάτων και οι βιομετρικές μετρήσεις του πληθυσμού έγιναν κανονικότητα μέσω μιας “αθώας οδηγίας” για τα νέα δελτία ταυτότητας (Κανονισμός ΕΕ 2252/2004 PDF).
Ας μην ξεχνάμε τις βιντεοσκοπήσεις από τις κάμερες ή την οικονομική παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο, που είναι επίσης απαραίτητες για το “καλό μας” καθώς βοηθούν στην αστυνόμευση παραβάσεων κυκλοφορίας, και για την καταπολέμηση κάθε νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ακόμη και πριν από την πανδημία του Covid 19, ήταν θέμα χρόνου, γιατί οι κυβερνήσεις θέλουν να παρακολουθούν κάθε μας κίνηση.
Αλήθεια πόσο επιτυχημένη ήταν η μαζική επιτήρηση που είχαμε από την αρχή του αιώνα στην ΕΕ για τις τρομοκρατικές επιθέσεις, ή την μη εξουσιοδοτημένη είσοδο στην ΕΕ ή στην καταπολέμηση νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Μετά ήρθε ο GDPR για να μας σώσει.
Πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν ότι η “προστασία των δεδομένων” που είναι μια προηγμένη μορφή προστασίας της ιδιωτικής ζωής, είναι πια σε καλά χέρια.
Μερικοί έχουν αρχίσει ήδη να αναγνωρίζουν πώς ο GDPR υπάρχει μόνο προς όφελος της βιομηχανίας και τις πολυεθνικές, αλλά υπάρχει και σαν μια πέτρα στον λαιμό των μικρών επιχειρήσεων.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εάν κάποιος εκπλήσσεται που βλέπει τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να ανακαλύπτουν ξαφνικά όλα τα μέσα για την παρακολούθηση και την έρευνα των περιπτώσεων του Covid 19, μάλλον δεν πρόσεχε όταν έπρεπε.
Εκτός από τα drones παρακολούθησης, δεν εφευρέθηκαν νέα (εμφανή) όργανα επιτήρησης. Για την επιτήρηση του Covid 19 θα χρησιμοποιηθούν όλα όσα αναφέρουμε παραπάνω: Η παρακολούθηση τοποθεσίας, η επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων και κάθε τηλεφωνική συσκευή έχουν γίνει σημαντικοί βοηθοί κάθε κυβέρνησης. Όλα αυτά είναι γνωστά και πλέον πολύ εύκολα αποδεχτά ακόμα και σε χώρες με μακρά δημοκρατική ιστορία.
Στις περισσότερες χώρες αρκούν μόνο μικρές τροποποιήσεις των νόμων για την εισαγωγή της παρακολούθησης του Covid 19. Είναι το νέο μας φυσιολογικό, αφού η προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν είναι πλέον πρόβλημα ή ούτε “ενόχληση” για τους περισσότερους.
Στην Ευρώπη όλα αυτά συμβαίνουν με την συγκατάθεση των γραφειοκρατών της ΕΕ για την προστασία της ιδιωτικής μας ζωής. Ο κορυφαίος ρυθμιστικός φορέας της ιδιωτικής ζωής στην ΕΕ – το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων σε μια δήλωση που αναρτήθηκε στις 19 Μαρτίου του 2020, ανέφερε ότι “η επείγουσα κατάσταση μπορεί να νομιμοποιήσει τους περιορισμούς των ελευθεριών υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί θα είναι αναλογικοί και θα περιοριστούν μόνο για την περίοδο έκτακτης ανάγκης.”
Μπορεί να νομιμοποιήσει; Σε τι είδους έκτακτη ανάγκη, ποιος μπορεί να καθιερώνει οτιδήποτε και για πόσο καιρό; Σίγουρα ο κ. Orban στην Ουγγαρία είναι πολύ ικανοποιημένος που απέκτησε αυτή τη δύναμη, νόμιμα.
Το εύρος της συλλογής δεδομένων λόγω του Covid 19 προκαλεί δέος, αλλά να είστε σίγουροι – όλα γίνονται μόνο για τη δημόσια υγεία και την επιτυχή επιβολή της καραντίνας.
Με τη ρύθμιση των Ψηφιακών Υπηρεσιών και την Αναθεώρηση της Οδηγίας για την ασφάλεια των δικτύων και των συστημάτων πληροφοριών (Οδηγία NIS) που συμπεριλαμβάνεται ήδη στην ατζέντα Q4 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν θα ήταν περίεργο να δούμε περαιτέρω προσπάθειες για (από)ρύθμιση της κρυπτογράφησης ή της εξάλειψης κάθε ανώνυμης χρήσης επικοινωνιών ή εργαλείων πληρωμής.
Δεν θα πρέπει να ανησυχούμε, αφού δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε, σωστά;
Ακόμη και πριν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω του Covid 19, οι κατάφωρες παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής δεν χρειαζόταν κάποια extreme διερεύνηση.
Ο GDPR μοίρασε ορισμένα πρόστιμα (δυσανάλογα με τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων) και μάλιστα άφησε το δικαίωμα της έφεσης, για να μην πληρωθεί όλο το ποσό. Τα ατομικά δικαιώματα προστασίας του εαυτού από παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής αφέθηκαν στον GDPR, ενώ οι κυβερνητικές εξουσίες για την αστυνόμευση παραβάσεων επεκτάθηκαν.
Η πανδημία του Covid 19 δείχνει ξεκάθαρα τα όρια αυτής της προσέγγισης, καθώς πλέον δεν φαίνεται να υπάρχουν εμπόδια για την πλήρη κατάρρευση της ιδιωτικής ζωής. Ο φόβος του κοινού είναι ο καλύτερος σύμμαχος, όπως ο φόβος μιας πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης, που μπορεί να μην συμβεί ποτέ.
Η σημερινή κατάσταση μπορεί να μας οδηγήσει σε αποτελέσματα που δεν θέλουμε να γνωρίζουμε. Ωστόσο, πολλοί εξακολουθούν να προσυπογράφουν αυτήν την προσέγγιση υποστηρίζοντας ακόμα τον GDPR σαν το μέλλον της ιδιωτικής μας ζωής.