Επιστήμονες εφεύραν μία κάμερα που μπορεί να τραβήξει 156,3 τρισεκατομμύρια καρέ ανά δευτερόλεπτο και χαρακτηρίζεται πλέον ως η ταχύτερη κάμερα στον κόσμο.
Μια κάμερα προηγμένης τεχνολογίας μπορεί να τραβήξει πάνω από 100 καρέ ανά δευτερόλεπτο (FPS), αλλά ωχριά μπροστά στο σύστημα κάμερας που έχουν κατασκευάσει ερευνητές στον Καναδά και που μπορεί να τραβήξει έως και 156,3 τρισεκατομμύρια FPS.
Η φωτογραφική μηχανή ονομάζεται SCARF, από το ακρωνύμιο Swept-Coded Aperture Real-time Femtophotography. Κατασκευάστηκε για εργαστήρια που μελετούν μικροσυμβάντα (γεγονότα που συμβαίνουν πολύ γρήγορα για τους υπάρχοντες αισθητήρες). Για παράδειγμα, το SCARF έχει καταγράψει εξαιρετικά γρήγορα γεγονότα όπως κρουστικά κύματα που κινούνται μέσα στην ύλη ή ο απομαγνητισμός ενός κράματος μετάλλου.
Το SCARF διαφέρει από τα προηγούμενα υπερταχή συστήματα κάμερας που έπαιρναν μεμονωμένα καρέ, ένα προς ένα και στη συνέχεια τα έκαναν ταινία για να αναδημιουργήσουν αυτό που είχε γίνει.
Αντίθετα, η ομάδα του Énergie Matériaux Télécommunications στο Research Centre National de la Recherche scientifique (INRS) στο Κεμπέκ του Καναδά, χρησιμοποίησε μία παθητική απεικόνιση femtosecond, η οποία μπορεί και λειτουργεί με το σύστημα T-CUP (Trillion-frame-per-second compressed ultrafast photography) και μπορεί να καταγράψει τρισεκατομμύρια καρέ ανά δευτερόλεπτο.
Της έρευνας ηγήθηκε ο καθηγητής Jinyang Liang, ένας πρωτοπόρος στην υπερταχεία απεικόνιση, του οποίου η ανακάλυψη το 2018 ήταν η βάση για αυτό το τελευταίο έργο του.
Το SCARF λειτουργεί εκτοξεύοντας πρώτα έναν υπερβραχύ παλμό φωτός λέιζερ, ο οποίος διέρχεται μέσα από το συμβάν ή το αντικείμενο που απεικονίζεται. Αν φανταστούμε το φως ως ουράνιο τόξο, τα κόκκινα μήκη κύματος θα καταγράψουν πρώτα το γεγονός, ακολουθούμενα από το πορτοκαλί, το κίτρινο και όλο το φάσμα μέχρι το ιώδες. Επειδή το γεγονός συμβαίνει τόσο γρήγορα, μέχρι να φτάσει κάθε διαδοχικό “χρώμα”, φαίνεται διαφορετικό, επιτρέποντας στον παλμό να καταγράψει το όλο συμβάν να αλλάζει σε ένα απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο Nature και μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.