«Φοβόμαστε την Google. Είμαστε υποχρεωμένοι να συνεργαζόμαστε μαζί της για να επιβιώσουμε, αλλά τη φοβόμαστε». H συνταρακτική ομολογία του Ματίας Ντέπφνερ, CEO του γερμανικού εκδοτικού ομίλου Axel Springer, με ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύτηκε στη Frankfurter Allgemeine Zeitung, ανακινεί τη συζήτηση για την παντοδυναμία του ιντερνετικού κολοσσού. Οχι μόνο επειδή η λέξη «φόβος» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο «παικτών» τόσο ισχυρών όσο ο Ντέπφνερ, αλλά γιατί συμβολίζει τη σύγκρουση παλαιάς και νέας τάξης πραγμάτων στη διακίνηση των πληροφοριών.
Επί δεκαετίες, ο όμιλος Springer (που εκδίδει την Bild, την πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα στην Ευρώπη, τη Welt και κατέχει δεκάδες έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα) αντιπροσώπευε στα μάτια ορισμένων το «κακό», ως πυλώνας του «συστήματος της ενημέρωσης» σε μια χώρα όπου οι εκδότες παραμένουν συγκριτικώς εύρωστοι, ενημερώνοντας καθημερινά το 80% του κοινού ηλικίας άνω των 14 ετών, μέσα από τα έντυπα και ηλεκτρονικά προϊόντα τους. Απλώς, ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαν αντιμετωπίσει τόσο σαρωτικό ανταγωνισμό. Οι κολοσσοί της ψηφιακής εποχής, με πρώτη βεβαίως την Google (και από κοντά τη Facebook, την Apple, την Amazon), δεν κυριαρχούν απλώς στις αγορές: τις απορρυθμίζουν.
Ορισμένοι εξέλαβαν την επιστολή του Ντέπφνερ, που απευθύνεται στον ισχυρό άντρα της Google Ερικ Σμιντ, ως αφετηρία σοβαρού προβληματισμού, άλλοι ως ομολογία ήττας. Είναι σίγουρα η πρώτη φορά που ένα τόσο «μεγάλο ψάρι» των μίντια ζητεί δημοσίως προστασία προκειμένου να μην καταβροχθιστεί από ένα «κήτος» της ψηφιακής εποχής. Το πρόβλημα, καλώς ή κακώς, είναι ότι έχει δίκιο.
Ο «Μεγάλος Αδελφός»
Οταν ο Ντέπφνερ λέει ότι η Axel Springer είναι ο Δαβίδ και η Google ο Γολιάθ, έχει δίκιο. Οταν παρομοιάζει την ταχύτητα και την εμβέλεια εξάπλωσης των ιντερνετικών μεγαθηρίων με εκείνη επιθετικού ιού, έχει δίκιο. Ορθώς αναφέρει πως η ευχέρεια που παρέχει η Google σε χρήστες ή παραγωγούς περιεχομένου που δεν εγκρίνουν τις μεθόδους της να της γυρίσουν την πλάτη, είναι το ίδιο ουτοπική με το να λες σε κάποιον πολέμιο της πυρηνικής ενέργειας ότι πρέπει να ζήσει χωρίς ηλεκτρισμό. Οταν κατηγορεί την Google ότι «στρογγυλοκάθεται πάνω στο θησαυρό των δεδομένων της ανθρωπότητας όπως ο γίγαντας Φάφνερ στις βαγκνερικές όπερες, δεν απέχει από την αλήθεια. Είναι βάσιμοι οι φόβοι του πως όλες οι επενδύσεις και τα μελλοντικά σχέδιά της (από την οικιακή τεχνολογία και τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό μέχρι πλωτές εγκαταστάσεις σε διεθνή χωρικά ύδατα) προοιωνίζονται ένα δυστοπικό μέλλον, όπου η Google ως υπερ-κράτος θα εποπτεύει κάθε πτυχή της ζωής μας. Και είναι λογικός ο ισχυρισμός του ότι το επιχείρημα «όποιος δεν έχει τίποτε να κρύψει, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί», παραπέμπει στη Στάζι. «Μόνο δικτατορίες προτιμούν να έχουν διάφανους πολίτες παρά ελεύθερο Τύπο», αναφέρει.
Μη διαχειρίσιμο μέγεθος
Ο Ντέπφνερ δεν είναι τεχνοφοβικός – κάθε άλλο. Το 62% των εσόδων του ομίλου του προέρχεται ήδη από ψηφιακά μέσα και είναι αποφασισμένος να διευρύνει το ποσοστό. Είναι όμως και δεινός μάνατζερ, που ξέρει να διαβάζει τους αριθμούς. Η Google έχει στη Γερμανία μερίδιο 92% στις μηχανές αναζήτησης – υψηλότερο ακόμη και από τις ΗΠΑ. Η Google «στέλνει» στους παραγωγούς περιεχομένου ανά τον κόσμο 10 δισεκατομμύρια επισκέπτες το μήνα. Οταν η Google αποφάσισε να αλλάξει έναν αλγόριθμό της, η επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα θυγατρικής εταιρείας του Axel Springer -κατά σύμπτωση ανταγωνιστικής προς τις δικές της υπηρεσίες- έπεσε κατά 70%. Με κεφαλαιοποίηση 350 δισ. ευρώ, έσοδα 60 δισ. και κέρδη 14 δισ. ευρώ το 2013, η Google είναι 20 φορές μεγαλύτερη σε κερδοφορία από την Axel Springer. «Η Google είναι για το Ιντερνετ ό,τι τα Γερμανικά Ταχυδρομεία ή η Ντόιτσε Τέλεκομ την εποχή των κρατικών μονοπωλίων. Για την ακρίβεια, είναι ένα παγκόσμιο ψηφιακό υπερμονοπώλιο», αναφέρει.
Το πρόβλημα, κατά τον Ντέπφνερ, είναι ότι η Google επικαλείται την ελευθερία στο Διαδίκτυο και το συμφέρον του χρήστη, τον οποίο φυσικά έχει την τεχνολογική υποδομή να «φακελώνει» – από το ποιες ιστοσελίδες επισκέπτεται μέχρι το τι γράφει στα επαγγελματικά ή προσωπικά του emails. Το πρόβλημα είναι πως χειραγωγεί τα αποτελέσματα των αναζητήσεων, εμφανίζοντας πρώτες ιστοσελίδες δικών της συμφερόντων, ασχέτως αν είναι καλύτερες ή δημοφιλέστερες. Το πρόβλημα είναι η υπεροψία και ο κυνισμός με την οποία η Google, διά στόματος Ερικ Σμιντ, διακηρύσσει: «Ξέρουμε πού είστε, ξέρουμε πού πήγατε, μπορούμε να ξέρουμε πάνω-κάτω τι σκέφτεστε». Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Κομισιόν βάζει νερό στο κρασί της και προσανατολίζεται -κατά τον ίδιο- σε συμβιβασμό με την Google, που απλώς θα εξασφαλίζει στους ανταγωνιστές της προνομιακό χώρο διαφήμισης στις σελίδες αποτελεσμάτων της: αν θέλουν να εμφανίζονται, θα πρέπει να πληρώσουν.
«Είμαστε υποχρεωμένοι να συνεργαζόμαστε μαζί σας, αλλά δεν μιλάμε επί ίσοις όροις», ομολογεί ο Ντέπφνερ, διαπιστώνοντας ότι χωρίς νομικό οπλοστάσιο η ισχύς και το μέγεθος της Google είναι μη διαχειρίσιμα.
Αυτό παραδέχτηκαν σαφώς και μέλη επιτροπής του βρετανικού Κοινοβουλίου σε έκθεση του περσινού Σεπτέμβρη με θέμα τη «Δημιουργική οικονομία». Κατήγγειλαν ευθέως ότι η Google έχει ανοικτό δίαυλο με την Ντάουνινγκ Στριτ, ότι παίρνει «χάρισμα» τη βρετανική πνευματική ιδιοκτησία και πλουτίζει από τις διαφημίσεις, ότι εξακολουθεί να κατευθύνει τους χρήστες σε σελίδες που παραβιάζουν τη νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων… «Το πρόβλημα είναι ότι η Google έχει γίνει τόσο μεγάλη και τόσο ισχυρή όχι μόνο για τη βρετανική, αλλά και για την αμερικανική κυβέρνηση», καταλήγουν. «Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, ως νομοθέτες, για να βοηθήσουμε τους εγκλωβισμένους χρήστες;»
Η απάντηση δεν είναι απλή, από τη στιγμή που οι χρήστες δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα: οι υπηρεσίες Google είναι τόσο εύκολες, βολικές, εξυπηρετικές, που το ευρύ κοινό τις καταναλώνει αδιαφορώντας (ή αγνοώντας) για το ότι το τίμημα είναι το δυνητικό «φακέλωμά» του. Η πιο σοβαρή νομοθετική προσπάθεια έως σήμερα αφορούσε κυρίως στην προστασία των εκδοτών από τη λογοκλοπή: πέρυσι, περίπου τέτοια εποχή, η προηγούμενη κυβέρνηση Μέρκελ περνούσε τον επονομαζόμενο «φόρο Google» – ένα πολύκροτο νομοσχέδιο που απαγόρευε τη δωρεάν αναπαραγωγή δημοσιογραφικού περιεχομένου και στο οποίο η Axel Springer είχε πρωτοστατήσει. Μόνο που το νομοσχέδιο την τελευταία στιγμή κουτσουρεύτηκε, εξαιρώντας από την υποχρέωση καταβολής τελών επί πνευματικών δικαιωμάτων τα «σύντομα αποσπάσματα» άρθρων, χωρίς να καθορίσει σαφώς το πόσο «σύντομα» έπρεπε να είναι (μία λέξη; ένας τίτλος; μισή παράγραφος;) και έμεινε στην πράξη ανενεργό, επειδή κανένας εκδότης δεν μπορεί να στερηθεί την επισκεψιμότητα που του εξασφαλίζει η Google. Εν ολίγοις, κανένας ευρωπαϊκός νόμος δεν την υποχρεώνει να πληρώνει για το περιεχόμενο τρίτων που αναπαράγει και διακινεί.
«Γιατί μας πολεμάτε;»
Ενας από τους πιο γνωστούς Αμερικανούς αναλυτές της ψηφιακής οικονομίας, ο Τζεφ Τζάρβις, που έχει προσκληθεί να μιλήσει σε συνέδρια τόσο του ομίλου Springer όσο και της Google, αντιμετώπισε την «επίθεση» των Γερμανών εκδοτών με ειρωνεία: Ψάχνουν φταίχτη για όλα τα προβλήματά τους, επιδιώκουν τον κρατικό προστατευτισμό και υπονομεύουν τις προσπάθειες της Γερμανίας να καθιερωθεί ως χώρα καινοτομίας, θυμίζουν παιδιά στην αυλή νηπιαγωγείου που νομίζουν ότι αδικούνται στο παιχνίδι και τρέχουν πίσω από τη φούστα της δασκάλας – μερικά απ’ όσα έγραψε.
Η Google, πάντως, αρνείται ότι παίζει το ρόλο του «νταή» στη σχολική αυλή. Στο αρχικό άρθρο του στη FAZ, που προκάλεσε την επιστολή του Ντέπφνερ, ο Eρικ Σμιντ θέτει το ερώτημα «Γιατί μας πολεμάτε;» και ταυτίζει ουσιαστικά την εταιρεία του με τη «μαγεία του Διαδικτύου, που δίνει στον καθένα μας άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες μέχρι πρότινος δυσεύρετες». Διαλλακτικός και προσγειωμένος, αν και από θέση ισχύος, επικαλείται αριθμούς (το Ιντερνετ έχει συνεισφέρει κατά 25% στην αύξηση των γερμανικών εξαγωγών την τελευταία δεκαετία, μόνο τα προϊόντα Google έχουν βοηθήσει να ιδρυθούν το διάστημα 2007-2011 περίπου 28.000 μικρές γερμανικές επιχειρήσεις, που συνεισέφεραν 8 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και 100.000 θέσεις εργασίας, μόνο το 2013 η Google έχει αποδώσει στους συνεργαζόμενους εκδότες διαφημιστικά έσοδα 7 δισ. ευρώ και πάει λέγοντας). «Συνεργαστείτε μαζί μας και θα κερδίσετε, είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε στις ανησυχίες σας», διαμηνύει. Παραλείποντας, βεβαίως, τη φράση «αν μπορείτε, κάντε κι αλλιώς».
Η γαλλική «αντίσταση»
Ο αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας των ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης Nίκος Σμυρναίος ερευνά το θέμα επί μία δεκαετία. Η λέξη-κλειδί που επαναλαμβάνει στην τηλεφωνική μας συνομιλία είναι η απορρύθμιση. «Εταιρείες όπως η Google έχουν δημιουργήσει ένα ολιγοπωλιακό πλέγμα, οικονομικό και τεχνολογικό, έχοντας εγκατασταθεί στο πιο στρατηγικό σημείο: μεταξύ των παρόχων περιεχομένου και του κοινού. Για να έχουμε πρόσβαση στην πληροφορία, είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε τις υπηρεσίες τους. Ο συσχετισμός δυνάμεων είναι υπέρ τους και εις βάρος των παραδοσιακών “παικτών” σε βιομηχανίες όπως η μαζική ενημέρωση», λέει. «Το ερώτημα είναι πώς λειτουργούν οι στρατηγικοί μεσάζοντες σε ένα εντελώς απορρυθμισμένο πλαίσιο, όπου δεν υπάρχει νόμος εκτός ΗΠΑ στον οποίο να υπακούν. Eπιβάλλουν τους κανόνες τους στο πώς θα διαμορφώνεται η πληροφορία, ώστε να κυκλοφορεί μέσα από τα κανάλια τους, ενώ την ίδια στιγμή παρακρατούν ένα πολύ μεγάλο μέρος της υπεραξίας που δημιουργείται από τους παραγωγούς περιεχομένου, βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια τους την ύπαρξη. Το κραυγαλέο παράδειγμα είναι οι τεχνικές φοροαποφυγής – στη Γαλλία η Google πλήρωσε το 2% του τζίρου της». Τον περασμένο Μάρτιο, οι φορολογικές αρχές εισέβαλαν στα γραφεία της Google στη Γαλλία για να αφήσουν τον βαρύ «λογαριασμό» ενός δισεκατομμυρίου ευρώ από μη καταβληθέντες φόρους. «Εχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η υπόθεση», επισημαίνει ο κ. Σμυρναίος.
Πριν από δέκα χρόνια, θυμάται, αναφερόταν στο ζήτημα και τον κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Κατά τον ίδιο, είναι θετικό το ότι η συζήτηση έχει ξεκινήσει – το διαπιστώνει από το ενδιαφέρον των φοιτητών του όταν θίγεται η παντοδυναμία των κολοσσών του Διαδικτύου, ένα φαινόμενο που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.
«Ο ρόλος τους, ο ολιγοπωλιακός τους χαρακτήρας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους πρέπει να εξεταστούν από την αρχή. Το θέμα δεν αφορά μόνο τα ΜΜΕ. Μέχρι στιγμής δεν ξέρουμε πόσο η Κομισιόν έχει την πολιτική βούληση να επιβάλει φραγμούς. Λύσεις εναλλακτικές πάντα υπάρχουν – αυτά που δεν υπάρχουν είναι παιδεία και συνειδητοποίηση του θέματος». Στη Γαλλία, τουλάχιστον, η συζήτηση έχει ωριμάσει. Από το 2002 ήδη, όταν η Google εγκαινίασε την ειδησεογραφική υπηρεσία της, οι εκδότες διέβλεψαν την απειλή και άρχισαν να πιέζουν – άλλοτε για εξορθολογισμό των αποτελεσμάτων αναζήτησης (πέτυχαν), άλλοτε για νόμο που να διασφαλίζει τα έσοδά τους (απέτυχαν).
Το 2013, σε μια κομβικής σημασίας εξέλιξη, κατέληξαν σε διακανονισμό με την Google, η οποία συμφώνησε να καταβάλει το ποσό των 60 εκατομμυρίων ευρώ για τρία χρόνια, σε ένα ειδικό ταμείο «υπέρ της ενίσχυσης της διαδικτυακής παρουσίας των Γάλλων εκδοτών» (αντίστοιχη συμφωνία, για πολύ μικρότερο ποσό, είχε γίνει και στο Βέλγιο). Και σε αυτή την περίπτωση, ο διακανονισμός έγινε με τους όρους της Google – υπό μορφήν δωρεάς και όχι νομικής υποχρέωσης, για να μη δημιουργείται δεδικασμένο. «Ισως και οι Γερμανοί τώρα να πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση», πιθανολογεί ο κ. Σμυρναίος.