«Τον Ιούλιο πήγα στο γραφείο της Χρυσής Αυγής στον Πειραιά για να δηλώσω συμμετοχή για τις εκδηλώσεις στις Θερμοπύλες. Ζήτησαν το όνομά μου – τους έδωσα ψεύτικο – και το διαβατήριό μου. Ισχυρίστηκα ότι δεν το είχα μαζί μου. Το βρήκαν ψάχνοντας την τσάντα μου. Κατά τη διάρκεια της διάλεξης για τον Λεωνίδα, είδα τον επικεφαλής του γραφείου να γκουγκλάρει μανιωδώς σε ένα κλειστό γραφείο. Ορισμένα μέλη της οργάνωσης πήγαν κοντά του και συζητούσαν έντονα. Ο ομιλητής ολοκλήρωσε βιαστικά τον υπόλοιπο λόγο του. Τότε είδα τον επικεφαλής να σηκώνει το τηλέφωνο. Άρπαξα την τσάντα μου, προσπέρασα βιαστικά τους “στρατιώτες”, κατέβηκα γρήγορα τη σκάλα και έτρεξα στο δρόμο. Πήρα τρία διαφορετικά ταξί για να γυρίσω στο σπίτι. Από τότε δεν έχω επιστρέψει».
Η τελευταία παράγραφος με την οποία ολοκληρώνεται το ρεπορτάζ των 3745 λέξεων του Αμερικανού δημοσιογράφου Αλεξάντερ Κλαπ στο βρετανικό περιοδικό London Review of Books, όπου περιγράφεται η δραματική έξοδος από τη φωλιά του φιδιού. Τη στιγμή που οι Χρυσαυγίτες κατάλαβαν ότι τελικά ο Κλαπ δεν είναι αυτός που τους συστήθηκε πριν από έξι εβδομάδες, ότι δεν είναι ο «Αμερικανός νεο-φασίστας» που νόμιζαν όταν προσπάθησε να παρεισφρήσει στην οργάνωση.
Στο ρεπορτάζ του ο Κλαπ περιέγραψε τα όσα βίωσε στις τοπικές οργανώσεις της Καλαμάτας, της Σαλαμίνας και του Πειραιά, τους ύμνους στον Χίτλερ, τα ρατσιστικά παραληρήματα, τις απειλές και τη ναζιστική προπαγάνδα.
«Τα γραφεία της οργάνωσης βρίσκονται σε ήσυχες γειτονιές μεγάλων πόλεων της Ελλάδας. Μεγάλες ελληνικές σημαίες δίπλα στα μαυροκόκκινα λάβαρα της οργάνωσης. Στην Καλαμάτα, σε κεντρικό δωμάτιο των γραφείων, βρίσκεται ένας χάρτης της Μεγάλης Ελλάδας, που συμπεριλαμβάνει την Κύπρο και τη Νότια Αλβανία» γράφει.
Ο ναζιστικές σβάστικες, βρίσκονται παντού. Αλλά τα στελέχη της οργάνωσης τις χαρακτηρίζουν στα εμβρόντητα νέα μέλη «αρχαιοελληνικούς μαιάνδρους», γράφει.
Κατά τη διάρκεια της κατήχησης στα φασιστικά ιδεώδη τα στελέχη είναι όλα ντυμένα στα μαύρα, απαγορεύονται τα σανδάλια και τα σορτς. Περίπου μια στους τέσσερις είναι γυναίκες. Έχει δει και παιδιά σε δύο περιπτώσεις: τρεις έφηβες στην Αθήνα και μια οικογένεια πέντε ατόμων στο Γήθειο. Οι άνδρες είναι γεροδεμένοι, εύσωμοι και όλοι φροντίζουν να γυμνάζονται στις επικαλούμενες “αθλοπαιδιές” της οργάνωσης».
Στο Γύθειο, πίνακες του Αδόλφου Χίτλερ βρίσκονται σε όλους τους χώρους των γραφείων.
Ο Κλαπ παρακολούθησε αρκετές νεοναζιστικές κατηχήσεις σε διάφορες πόλεις της χώρας. «Οι συνεδριάσεις» αναφέρει ο Αμερικανός δημοσιογράφος «διαρκούν περίπου δύο ώρες, με ηχητική υπόκρουση το συγκρότημα χέβι μετάλ του Γερμενή και ηχογραφημένες ομιλίες του αρχηγού της Χ.Α. Νίκου Μιχαλολιάκου.
Πήγε και στην «αδούλωτη Μάνη», τον τόπο καταγωγής του προφυλακισμένου Μιχαλολιάκου και προπύργιο της Χρυσής Αυγής. Εκεί έφτασε μέχρι το σπίτι του «αρχηγού», στο χωριό Κορογονιάνικα, συνοδευόμενος από έναν ανηψιό του που εκτός όλων των άλλων του είπε ότι «οι Μανιάτες είναι μία οικογένεια, σαν τη μαφία. Αν φύγεις από τη Μάνη, σημαίνει ότι είσαι ηλίθιος».
Ο Κλαπ περιγράφει και τον τρόπο λειτουργίας της Χρυσής Αυγής, η οποία είναι αρχηγική. Ο Μιχαλολιάκος δίνει όλες τις σημαντικές εντολές.
«Καλύπτοντας τη Χρυσή Αυγή μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο για τους Έλληνες. Τον Απρίλιο του 2012, μια συνάδελφός μου στην Καθημερινή έγραψε ένα άρθρο με το οποίο επιχειρηματολογούσε ότι το κόμμα πρέπει βγει εκτός νόμου. Μετά από πέντε μέρες, κάποιοι χρυσαυγίτες ανάρτησαν μια απάντηση 2500 λέξεων στην ιστοσελίδα τους. “Ήξεραν κάθε λεπτομέρεια για τη ζωή μου”, μου είπε. “Την ηλικία μου, την ηλικία της κόρης μου, που γεννήθηκα, που ‘έχω δουλέψει, τα προηγούμενα άρθρα μου. Κατέληγε με μια άμεση απειλή, γραμμένη στα γερμανικά, γιατί γεννήθηκα στο Αμβούργο: “Πρόσεχε. Σε παρακολουθούμε”», αναφέρει επίσης ο Κλαπ.